- ἐποιδίσκομαι
- ἐποιδ-ίσκομαι, [voice] Pass.,A = ἐποιδαίνω, Hp.Epid.5.21, Gal.19.429.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εποιδίσκομαι — ἐποιδίσκομαι (Α) πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού εποιδώ] … Dictionary of Greek